κάμπαγος

κάμπαγος
κάμπαγος (AM)
είδος υποδήματος που φορούσαν οι Ρωμαίοι και Βυζαντινοί αυτοκράτορες, οι πατρίκιοι και οι ιππείς, το οποίο έμοιαζε με σανδάλι, ήταν προσαρμοσμένο στο πόδι με ιμάντες και άφηνε ακάλυπτο το πάνω μέρος τού ποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. campagus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καμπάγιον — καμπάγιον, τὸ (Μ) υποκορ. τού κάμπαγος* …   Dictionary of Greek

  • καμπαγών — καμπαγών, ὁ (Α) επιγρ. στρατιωτικό υπόδημα, αρβύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κάμπαγος*] …   Dictionary of Greek

  • πλαταγών — ῶνος, ἡ, Α η πλαταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγή + επίθημα ων, ῶνος (πρβλ. καμπαγ ών: κάμπαγος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”