- κάμπαγος
- κάμπαγος (AM)είδος υποδήματος που φορούσαν οι Ρωμαίοι και Βυζαντινοί αυτοκράτορες, οι πατρίκιοι και οι ιππείς, το οποίο έμοιαζε με σανδάλι, ήταν προσαρμοσμένο στο πόδι με ιμάντες και άφηνε ακάλυπτο το πάνω μέρος τού ποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. campagus].
Dictionary of Greek. 2013.